ρόζα

ρόζα
η, Ν
βοτ. μεταφορά στα Ελληνικά τής διεθνούς επιστημονικής ονομασίας τού φυτού Rosa, που είναι γνωστό με τη λόγια επιστημονική ονομασία ροδή, κν. τριανταφυλλιά.

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • Ρόζα, Σαλβατόρε — (Rosa, 1615 – 1673). Ιταλός ζωγράφος, χαράκτης, μουσικός και ποιητής. Ο Ρ. ήταν ανήσυχος άνθρωπος και καλλιτέχνης και στο γεγονός αυτό οφείλεται και η πολλαπλότητα των ενδιαφερόντων του. Ως ζωγράφος υπήρξε μαθητής του Ριμπέρα, που είχε επίσης… …   Dictionary of Greek

  • Αγκάτσι, Ρόζα — (Rosa Αgazzi, Βολόγκο Κρεμόνα 1866 – 1951). Ιταλίδα παιδαγωγός. Εφάρμοσε νέα μέθοδο εργασίας στα ιδρύματα προσχολικής ηλικίας, με βασική επιδίωξη την κοινωνική ολοκλήρωση του παιδιού. Η Ιταλίδα παιδαγωγός Ρόζα Αγκάτσι …   Dictionary of Greek

  • Εσκενάζι, Ρόζα — (Κωνσταντινούπολη 1890 – Αθήνα 1980). Καλλιτεχνικό ψευδώνυμο της τραγουδίστριας του ρεμπέτικου Σάρας Σκινάζη. Η Ε. ήταν κόρη σχετικά εύπορης οικογένειας Σεφαρδιτών Εβραίων. Τα στοιχεία για τη νεανική της ηλικία δεν είναι σαφή. Σε νεαρή ηλικία… …   Dictionary of Greek

  • Ιμβριώτη, Ρόζα — (1898 – 1977). Παιδαγωγός και συγγραφέας. Σπούδασε φιλολογία στα πανεπιστήμια της Αθήνας, της Σορβόνης και του Βερολίνου. Δίδαξε σε διάφορα σχολεία μέσης εκπαίδευσης, στη Μαράσλειο Παιδαγωγική Ακαδημία και ήταν η πρώτη γυναίκα στην Ελλάδα που… …   Dictionary of Greek

  • Λούξεμπουργκ, Ρόζα — (Rosa Luxemburg, Ζαμόσκ [Πολωνία] 1871 – Βερολίνο, Γερμανία 1919). Γερμανίδα επαναστάτρια και θεωρητικός του μαρξισμού, εβραϊκής καταγωγής. Οι γονείς της ζούσαν στο ρωσικό τμήμα της Πολωνίας. Η Λ. σε νεαρή ηλικία είχε αναμειχθεί στο τοπικό… …   Dictionary of Greek

  • Liste des prénoms grecs — Sommaire 1 Origine des prénoms grecs 2 Attribution des prénoms 3 Fêtes 4 Transcription et translittération …   Wikipédia en Français

  • γραφικότητα — Όρος που αρχικά σήμαινε ζωγραφικός και αναφερόταν σε ό,τι είχε σχέση με τη ζωγραφική. Αποτελεί μετάφραση της ιταλικής λέξης pittoresco. Σήμερα έχει αποκτήσει ευρύτερη έννοια και χρησιμοποιείται γενικά για να χαρακτηρίσει το απρόβλεπτο, εκείνο από …   Dictionary of Greek

  • ολογένεση — (Βιολ.). θεωρία που επεξηγεί την εξέλιξη και διατυπώθηκε από τον Ιταλό βιολόγο Ντ. Ρόζα. Κατά τον Ρόζα, το εξελικτικό μέλλον ενός είδους βρίσκεται «εν δυνάμει» μέσα στο ιδιόπλασμά του. Η λέξη ιδιόπλασμα αντιστοιχεί εδώ με τον σύγχρονο όρο… …   Dictionary of Greek

  • Άλπεις — Οροσειρά της Ευρώπης, που αποτελεί το πιο ψηλό μορφολογικό χαρακτηριστικό της κεντρικής και νότιας Ευρώπης. Οι Ά. καλύπτουν επιφάνεια περίπου 260.000 τ. χλμ., στα εδάφη της Ελβετίας, της Αυστρίας, της Γαλλίας, της Γερμανίας, της Ιταλίας, της… …   Dictionary of Greek

  • Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”